- ευθυμογραφικός
- η , ό[ν] юмористический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυμογραφικός — ή, ό [ευθυμογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθυμογραφία ή στο ευθυμογράφημα … Dictionary of Greek
ευθυμογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευθυμογράφημα: Ευθυμογραφικό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιουμοριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ, ευθυμογραφικός: Διαβάσαμε μερικά χιουμοριστικά διηγήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)